Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μελλέπταρμος
μελλέφηβος
μέλλημα
μέλλησις
μελλησμός
μελλητέον
μελλητέος
μελλητής
μελλητιάω
μελλητικός
μελλιέρη
μελλιχόμειδος
μελλιχόφωνος
μελλόγαμβρος
μελλόγαμος
μελλογυμνασίαρχος
μελλοδειπνικός
μελλοθάνατος
μελλοκούρια
μελλονικιάω
μελλόνυμφος
View word page
μελλιέρη
probationary priestess, novice
ShortDef
probationary priestess, novice
Debugging
Headword:
μελλιέρη
Headword (normalized):
μελλιέρη
Headword (normalized/stripped):
μελλιερη
IDX:
55619
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55620
Key:
Data
{'content': 'probationary priestess, novice'}