Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναγρύζω
ἀναγυμνόω
ἀναγύμνωσις
ἀνάγυρος
Ἀναγυροῦς
ἀναγχιππέω
ἀναγχίστευτος
ἀνάγχω
ἀνάγω
ἀναγωγεύς
ἀναγωγή
ἀναγώγια
ἀναγωγία
ἀναγώγιος
ἀναγωγός
ἀνάγωγος
ἀναγωνίατος
ἀναγώνιστος
ἀναδαίω
ἀναδάκνω
ἀναδάσιμος
View word page
ἀναγωγή
a leading up

ShortDef

a leading up

Debugging

Headword:
ἀναγωγή
Headword (normalized):
ἀναγωγή
Headword (normalized/stripped):
αναγωγη
IDX:
5561
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5562
Key:

Data

{'content': 'a leading up'}