Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μελιχρότης
μελίχρυσος
μελιχρώδης
μέλκα
μέλλαξ
μελλάρχων
μελλειρονία
μελλέπταρμος
μελλέφηβος
μέλλημα
μέλλησις
μελλησμός
μελλητέον
μελλητέος
μελλητής
μελλητιάω
μελλητικός
μελλιέρη
μελλιχόμειδος
μελλιχόφωνος
μελλόγαμβρος
View word page
μέλλησις
a being about to do, threatening to do
ShortDef
a being about to do, threatening to do
Debugging
Headword:
μέλλησις
Headword (normalized):
μέλλησις
Headword (normalized/stripped):
μελλησις
IDX:
55612
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55613
Key:
Data
{'content': 'a being about to do, threatening to do'}