Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μελιχοίρινα
μελίχροος
μελιχρός
μελιχρότης
μελίχρυσος
μελιχρώδης
μέλκα
μέλλαξ
μελλάρχων
μελλειρονία
μελλέπταρμος
μελλέφηβος
μέλλημα
μέλλησις
μελλησμός
μελλητέον
μελλητέος
μελλητής
μελλητιάω
μελλητικός
μελλιέρη
View word page
μελλέπταρμος
just going to sneeze

ShortDef

just going to sneeze

Debugging

Headword:
μελλέπταρμος
Headword (normalized):
μελλέπταρμος
Headword (normalized/stripped):
μελλεπταρμος
IDX:
55609
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55610
Key:

Data

{'content': 'just going to sneeze'}