Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μελιτουργέω
μελιτόω
μελίττιον
μελιττοπηχέω
μελιττουργός
μελιττώδης
μελιτώδης
μελίτωμα
μελίτωσις
μελίφθογγος
μελιφόρος
μελίφρων
μελίφυρτος
μελίχλωρος
μελιχοίρινα
μελίχροος
μελιχρός
μελιχρότης
μελίχρυσος
μελιχρώδης
μέλκα
View word page
μελιφόρος
carrying

ShortDef

carrying

Debugging

Headword:
μελιφόρος
Headword (normalized):
μελιφόρος
Headword (normalized/stripped):
μελιφορος
IDX:
55595
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55596
Key:

Data

{'content': 'carrying'}