Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μελισσουργικός
μελισσοφάγος
μελισσοφάτνη
μελισσόφονος
μελισσών
μελισταγής
Μελιταῖος
μελίτεια
μελίτειον
μελιτερπής
Μελίτη
μελιτηρός
μελίτινος
μελίτιον
Μελιτίς
μελιτισμός
μελιτίτης
μελιτοειδής
μελιτόεις
μελιτοποιέω
μελιτοποιός
View word page
Μελίτη
Melite
ShortDef
Melite
Debugging
Headword:
Μελίτη
Headword (normalized):
μελίτη
Headword (normalized/stripped):
μελιτη
IDX:
55571
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55572
Key:
Data
{'content': 'Melite'}