Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μελικηρώδης
μελίκομπος
μελικός
μελίκρατον
μελικτάς
μελικτής
μελιλώτινος
μελίλωτον
μελίμηλον
μελίνη
μέλινος2
Μελινοφάγοι
μελίπαις
μελίπηκτον
μελίπνοος
μελιπτέρωτος
μελίπτορθος
μελιρραθάμιγξ
μελίρροθος
μελίρροος
μελίρρυτος
View word page
μέλινος2
ashen (of the wood of the ash tree)

ShortDef

ashen (of the wood of the ash tree)

Debugging

Headword:
μέλινος2
Headword (normalized):
μέλινος
Headword (normalized/stripped):
μελινος2
IDX:
55527
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55528
Key:

Data

{'content': 'ashen (of the wood of the ash tree)'}