Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μελίγλωσσος
μέλιγμα
μελίεφθον
μελίζω
μελίζω2
μελίζωρος
μελίη
μελιηγενής
μελιηδής
μελίθρεπτος
μελίθροος
μελίκηρα
μελικήριον
μελικηρίς
μελίκηρον
μελίκηρος
μελικηρώδης
μελίκομπος
μελικός
μελίκρατον
μελικτάς
View word page
μελίθροος
sweet-voiced

ShortDef

sweet-voiced

Debugging

Headword:
μελίθροος
Headword (normalized):
μελίθροος
Headword (normalized/stripped):
μελιθροος
IDX:
55511
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55512
Key:

Data

{'content': 'sweet-voiced'}