Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μελίγληνος
μελίγλωσσος
μέλιγμα
μελίεφθον
μελίζω
μελίζω2
μελίζωρος
μελίη
μελιηγενής
μελιηδής
μελίθρεπτος
μελίθροος
μελίκηρα
μελικήριον
μελικηρίς
μελίκηρον
μελίκηρος
μελικηρώδης
μελίκομπος
μελικός
μελίκρατον
View word page
μελίθρεπτος
honey-fed

ShortDef

honey-fed

Debugging

Headword:
μελίθρεπτος
Headword (normalized):
μελίθρεπτος
Headword (normalized/stripped):
μελιθρεπτος
IDX:
55510
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55511
Key:

Data

{'content': 'honey-fed'}