Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μελιγενέτωρ
μελίγηρυς
μελίγληνος
μελίγλωσσος
μέλιγμα
μελίεφθον
μελίζω
μελίζω2
μελίζωρος
μελίη
μελιηγενής
μελιηδής
μελίθρεπτος
μελίθροος
μελίκηρα
μελικήριον
μελικηρίς
μελίκηρον
μελίκηρος
μελικηρώδης
μελίκομπος
View word page
μελιηγενής
ash-born

ShortDef

ash-born

Debugging

Headword:
μελιηγενής
Headword (normalized):
μελιηγενής
Headword (normalized/stripped):
μελιηγενης
IDX:
55508
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55509
Key:

Data

{'content': 'ash-born'}