Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μελίγαρυς
μελίγδουπος
μελιγενέτωρ
μελίγηρυς
μελίγληνος
μελίγλωσσος
μέλιγμα
μελίεφθον
μελίζω
μελίζω2
μελίζωρος
μελίη
μελιηγενής
μελιηδής
μελίθρεπτος
μελίθροος
μελίκηρα
μελικήριον
μελικηρίς
μελίκηρον
μελίκηρος
View word page
μελίζωρος
of pure honey, sweet as honey
ShortDef
of pure honey, sweet as honey
Debugging
Headword:
μελίζωρος
Headword (normalized):
μελίζωρος
Headword (normalized/stripped):
μελιζωρος
IDX:
55506
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55507
Key:
Data
{'content': 'of pure honey, sweet as honey'}