Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μελιγαθής
μελίγαρυς
μελίγδουπος
μελιγενέτωρ
μελίγηρυς
μελίγληνος
μελίγλωσσος
μέλιγμα
μελίεφθον
μελίζω
μελίζω2
μελίζωρος
μελίη
μελιηγενής
μελιηδής
μελίθρεπτος
μελίθροος
μελίκηρα
μελικήριον
μελικηρίς
μελίκηρον
View word page
μελίζω2
to modulate, sing, warble

ShortDef

dismember, cut in pieces
to modulate, sing, warble

Debugging

Headword:
μελίζω2
Headword (normalized):
μελίζω
Headword (normalized/stripped):
μελιζω2
IDX:
55505
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55506
Key:

Data

{'content': 'to modulate, sing, warble'}