Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μελίβρομος
μελιγαθής
μελίγαρυς
μελίγδουπος
μελιγενέτωρ
μελίγηρυς
μελίγληνος
μελίγλωσσος
μέλιγμα
μελίεφθον
μελίζω
μελίζω2
μελίζωρος
μελίη
μελιηγενής
μελιηδής
μελίθρεπτος
μελίθροος
μελίκηρα
μελικήριον
μελικηρίς
View word page
μελίζω
dismember, cut in pieces

ShortDef

dismember, cut in pieces
to modulate, sing, warble

Debugging

Headword:
μελίζω
Headword (normalized):
μελίζω
Headword (normalized/stripped):
μελιζω
IDX:
55504
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55505
Key:

Data

{'content': 'dismember, cut in pieces'}