Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μελέτη
μελέτημα
μελετηρός
μελετητέος
μελετητήριον
μελετητικός
μελετητός
μελέτωρ
μέλη
μεληδόν
μεληδών
μέλημα
Μέλης
μελησίμβροτος
Μελήσιππος
μελησμός
μελητέον
μελητέος
Μελητίδης
Μέλητος
μέλι
View word page
μεληδών
care, sorrow

ShortDef

care, sorrow

Debugging

Headword:
μεληδών
Headword (normalized):
μεληδών
Headword (normalized/stripped):
μεληδων
IDX:
55478
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55479
Key:

Data

{'content': 'care, sorrow'}