Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μελετάω
μελέτη
μελέτημα
μελετηρός
μελετητέος
μελετητήριον
μελετητικός
μελετητός
μελέτωρ
μέλη
μεληδόν
μεληδών
μέλημα
Μέλης
μελησίμβροτος
Μελήσιππος
μελησμός
μελητέον
μελητέος
Μελητίδης
Μέλητος
View word page
μεληδόν
in order

ShortDef

in order

Debugging

Headword:
μεληδόν
Headword (normalized):
μεληδόν
Headword (normalized/stripped):
μεληδον
IDX:
55477
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55478
Key:

Data

{'content': 'in order'}