Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μελεσίπτερος
μελέτα
μελεταίνω
μελετάω
μελέτη
μελέτημα
μελετηρός
μελετητέος
μελετητήριον
μελετητικός
μελετητός
μελέτωρ
μέλη
μεληδόν
μεληδών
μέλημα
Μέλης
μελησίμβροτος
Μελήσιππος
μελησμός
μελητέον
View word page
μελετητός
to be gained by practice

ShortDef

to be gained by practice

Debugging

Headword:
μελετητός
Headword (normalized):
μελετητός
Headword (normalized/stripped):
μελετητος
IDX:
55474
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55475
Key:

Data

{'content': 'to be gained by practice'}