Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μελεόφρων
μελεσίπτερος
μελέτα
μελεταίνω
μελετάω
μελέτη
μελέτημα
μελετηρός
μελετητέος
μελετητήριον
μελετητικός
μελετητός
μελέτωρ
μέλη
μεληδόν
μεληδών
μέλημα
Μέλης
μελησίμβροτος
Μελήσιππος
μελησμός
View word page
μελετητικός
mourning, cooing; for study, meditation
ShortDef
mourning, cooing; for study, meditation
Debugging
Headword:
μελετητικός
Headword (normalized):
μελετητικός
Headword (normalized/stripped):
μελετητικος
IDX:
55473
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55474
Key:
Data
{'content': 'mourning, cooing; for study, meditation'}