Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μέλεος
μελεόφρων
μελεσίπτερος
μελέτα
μελεταίνω
μελετάω
μελέτη
μελέτημα
μελετηρός
μελετητέος
μελετητήριον
μελετητικός
μελετητός
μελέτωρ
μέλη
μεληδόν
μεληδών
μέλημα
Μέλης
μελησίμβροτος
Μελήσιππος
View word page
μελετητήριον
a place for practice

ShortDef

a place for practice

Debugging

Headword:
μελετητήριον
Headword (normalized):
μελετητήριον
Headword (normalized/stripped):
μελετητηριον
IDX:
55472
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55473
Key:

Data

{'content': 'a place for practice'}