Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μελεοπόνος
μέλεος
μελεόφρων
μελεσίπτερος
μελέτα
μελεταίνω
μελετάω
μελέτη
μελέτημα
μελετηρός
μελετητέος
μελετητήριον
μελετητικός
μελετητός
μελέτωρ
μέλη
μεληδόν
μεληδών
μέλημα
Μέλης
μελησίμβροτος
View word page
μελετητέος
one must study

ShortDef

one must study

Debugging

Headword:
μελετητέος
Headword (normalized):
μελετητέος
Headword (normalized/stripped):
μελετητεος
IDX:
55471
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55472
Key:

Data

{'content': 'one must study'}