Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μελεϊστί
μελεοπαθής
μελεοπόνος
μέλεος
μελεόφρων
μελεσίπτερος
μελέτα
μελεταίνω
μελετάω
μελέτη
μελέτημα
μελετηρός
μελετητέος
μελετητήριον
μελετητικός
μελετητός
μελέτωρ
μέλη
μεληδόν
μεληδών
μέλημα
View word page
μελέτημα
a practice, exercise, study
ShortDef
a practice, exercise, study
Debugging
Headword:
μελέτημα
Headword (normalized):
μελέτημα
Headword (normalized/stripped):
μελετημα
IDX:
55469
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55470
Key:
Data
{'content': 'a practice, exercise, study'}