Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μελεδωνός
μελέϊνος
μελεϊστί
μελεοπαθής
μελεοπόνος
μέλεος
μελεόφρων
μελεσίπτερος
μελέτα
μελεταίνω
μελετάω
μελέτη
μελέτημα
μελετηρός
μελετητέος
μελετητήριον
μελετητικός
μελετητός
μελέτωρ
μέλη
μεληδόν
View word page
μελετάω
to care for, attend to

ShortDef

to care for, attend to

Debugging

Headword:
μελετάω
Headword (normalized):
μελετάω
Headword (normalized/stripped):
μελεταω
IDX:
55467
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55468
Key:

Data

{'content': 'to care for, attend to'}