Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μελεδώνη
μελεδωνός
μελέϊνος
μελεϊστί
μελεοπαθής
μελεοπόνος
μέλεος
μελεόφρων
μελεσίπτερος
μελέτα
μελεταίνω
μελετάω
μελέτη
μελέτημα
μελετηρός
μελετητέος
μελετητήριον
μελετητικός
μελετητός
μελέτωρ
μέλη
View word page
μελεταίνω
take thought for, attend to

ShortDef

take thought for, attend to

Debugging

Headword:
μελεταίνω
Headword (normalized):
μελεταίνω
Headword (normalized/stripped):
μελεταινω
IDX:
55466
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55467
Key:

Data

{'content': 'take thought for, attend to'}