Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μελέδημα
μελεδήμων
μελεδωνεύς
μελεδώνη
μελεδωνός
μελέϊνος
μελεϊστί
μελεοπαθής
μελεοπόνος
μέλεος
μελεόφρων
μελεσίπτερος
μελέτα
μελεταίνω
μελετάω
μελέτη
μελέτημα
μελετηρός
μελετητέος
μελετητήριον
μελετητικός
View word page
μελεόφρων
miserable-minded

ShortDef

miserable-minded

Debugging

Headword:
μελεόφρων
Headword (normalized):
μελεόφρων
Headword (normalized/stripped):
μελεοφρων
IDX:
55463
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55464
Key:

Data

{'content': 'miserable-minded'}