Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μελεδηθμός
μελέδημα
μελεδήμων
μελεδωνεύς
μελεδώνη
μελεδωνός
μελέϊνος
μελεϊστί
μελεοπαθής
μελεοπόνος
μέλεος
μελεόφρων
μελεσίπτερος
μελέτα
μελεταίνω
μελετάω
μελέτη
μελέτημα
μελετηρός
μελετητέος
μελετητήριον
View word page
μέλεος
idle, useless
ShortDef
idle, useless
Debugging
Headword:
μέλεος
Headword (normalized):
μέλεος
Headword (normalized/stripped):
μελεος
IDX:
55462
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55463
Key:
Data
{'content': 'idle, useless'}