Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μελεδαντός
μελεδηθμός
μελέδημα
μελεδήμων
μελεδωνεύς
μελεδώνη
μελεδωνός
μελέϊνος
μελεϊστί
μελεοπαθής
μελεοπόνος
μέλεος
μελεόφρων
μελεσίπτερος
μελέτα
μελεταίνω
μελετάω
μελέτη
μελέτημα
μελετηρός
μελετητέος
View word page
μελεοπόνος
having laboured wretchedly

ShortDef

having laboured wretchedly

Debugging

Headword:
μελεοπόνος
Headword (normalized):
μελεοπόνος
Headword (normalized/stripped):
μελεοπονος
IDX:
55461
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55462
Key:

Data

{'content': 'having laboured wretchedly'}