Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μελεδαίνω
μελεδαντός
μελεδηθμός
μελέδημα
μελεδήμων
μελεδωνεύς
μελεδώνη
μελεδωνός
μελέϊνος
μελεϊστί
μελεοπαθής
μελεοπόνος
μέλεος
μελεόφρων
μελεσίπτερος
μελέτα
μελεταίνω
μελετάω
μελέτη
μελέτημα
μελετηρός
View word page
μελεοπαθής
sadly suffering

ShortDef

sadly suffering

Debugging

Headword:
μελεοπαθής
Headword (normalized):
μελεοπαθής
Headword (normalized/stripped):
μελεοπαθης
IDX:
55460
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55461
Key:

Data

{'content': 'sadly suffering'}