Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Μελέαγρος
μελεάζω
μελεδαίνω
μελεδαντός
μελεδηθμός
μελέδημα
μελεδήμων
μελεδωνεύς
μελεδώνη
μελεδωνός
μελέϊνος
μελεϊστί
μελεοπαθής
μελεοπόνος
μέλεος
μελεόφρων
μελεσίπτερος
μελέτα
μελεταίνω
μελετάω
μελέτη
View word page
μελέϊνος
ashen
ShortDef
ashen
Debugging
Headword:
μελέϊνος
Headword (normalized):
μελέϊνος
Headword (normalized/stripped):
μελεινος
IDX:
55458
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55459
Key:
Data
{'content': 'ashen'}