Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μελεαγρίς
Μελέαγρος
μελεάζω
μελεδαίνω
μελεδαντός
μελεδηθμός
μελέδημα
μελεδήμων
μελεδωνεύς
μελεδώνη
μελεδωνός
μελέϊνος
μελεϊστί
μελεοπαθής
μελεοπόνος
μέλεος
μελεόφρων
μελεσίπτερος
μελέτα
μελεταίνω
μελετάω
View word page
μελεδωνός
one who takes care of anything, a manager, keeper
ShortDef
one who takes care of anything, a manager, keeper
Debugging
Headword:
μελεδωνός
Headword (normalized):
μελεδωνός
Headword (normalized/stripped):
μελεδωνος
IDX:
55457
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55458
Key:
Data
{'content': 'one who takes care of anything, a manager, keeper'}