Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μέλε
μελεαγρίς
Μελέαγρος
μελεάζω
μελεδαίνω
μελεδαντός
μελεδηθμός
μελέδημα
μελεδήμων
μελεδωνεύς
μελεδώνη
μελεδωνός
μελέϊνος
μελεϊστί
μελεοπαθής
μελεοπόνος
μέλεος
μελεόφρων
μελεσίπτερος
μελέτα
μελεταίνω
View word page
μελεδώνη
care, sorrow

ShortDef

care, sorrow

Debugging

Headword:
μελεδώνη
Headword (normalized):
μελεδώνη
Headword (normalized/stripped):
μελεδωνη
IDX:
55456
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55457
Key:

Data

{'content': 'care, sorrow'}