Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μέλδω
μέλε
μελεαγρίς
Μελέαγρος
μελεάζω
μελεδαίνω
μελεδαντός
μελεδηθμός
μελέδημα
μελεδήμων
μελεδωνεύς
μελεδώνη
μελεδωνός
μελέϊνος
μελεϊστί
μελεοπαθής
μελεοπόνος
μέλεος
μελεόφρων
μελεσίπτερος
μελέτα
View word page
μελεδωνεύς
attendant, guardian

ShortDef

attendant, guardian

Debugging

Headword:
μελεδωνεύς
Headword (normalized):
μελεδωνεύς
Headword (normalized/stripped):
μελεδωνευς
IDX:
55455
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55456
Key:

Data

{'content': 'attendant, guardian'}