Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μελασμός
μέλδω
μέλε
μελεαγρίς
Μελέαγρος
μελεάζω
μελεδαίνω
μελεδαντός
μελεδηθμός
μελέδημα
μελεδήμων
μελεδωνεύς
μελεδώνη
μελεδωνός
μελέϊνος
μελεϊστί
μελεοπαθής
μελεοπόνος
μέλεος
μελεόφρων
μελεσίπτερος
View word page
μελεδήμων
careful, busy
ShortDef
careful, busy
Debugging
Headword:
μελεδήμων
Headword (normalized):
μελεδήμων
Headword (normalized/stripped):
μελεδημων
IDX:
55454
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55455
Key:
Data
{'content': 'careful, busy'}