Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μέλασμα
μελασμός
μέλδω
μέλε
μελεαγρίς
Μελέαγρος
μελεάζω
μελεδαίνω
μελεδαντός
μελεδηθμός
μελέδημα
μελεδήμων
μελεδωνεύς
μελεδώνη
μελεδωνός
μελέϊνος
μελεϊστί
μελεοπαθής
μελεοπόνος
μέλεος
μελεόφρων
View word page
μελέδημα
care, anxiety
ShortDef
care, anxiety
Debugging
Headword:
μελέδημα
Headword (normalized):
μελέδημα
Headword (normalized/stripped):
μελεδημα
IDX:
55453
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55454
Key:
Data
{'content': 'care, anxiety'}