Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μελάρρινος
μέλας
Μέλας
μέλασμα
μελασμός
μέλδω
μέλε
μελεαγρίς
Μελέαγρος
μελεάζω
μελεδαίνω
μελεδαντός
μελεδηθμός
μελέδημα
μελεδήμων
μελεδωνεύς
μελεδώνη
μελεδωνός
μελέϊνος
μελεϊστί
μελεοπαθής
View word page
μελεδαίνω
to care for, be cumbered about

ShortDef

to care for, be cumbered about

Debugging

Headword:
μελεδαίνω
Headword (normalized):
μελεδαίνω
Headword (normalized/stripped):
μελεδαινω
IDX:
55450
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55451
Key:

Data

{'content': 'to care for, be cumbered about'}