Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μελανοφορέω
μελανοφόρος
μελάνοφρυς
μέλανσις
μελάνστερνος
μελαντειχής
μελαντηρία
μελαντήριον
μελαντραγής
μελάνυδρος
μελάνω
μελανῶπις
μελάρρινος
μέλας
Μέλας
μέλασμα
μελασμός
μέλδω
μέλε
μελεαγρίς
Μελέαγρος
View word page
μελάνω
to grow black
ShortDef
to grow black
Debugging
Headword:
μελάνω
Headword (normalized):
μελάνω
Headword (normalized/stripped):
μελανω
IDX:
55438
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55439
Key:
Data
{'content': 'to grow black'}