Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μελανόφθαλμος
μελανόφλεψ
μελανοφορέω
μελανοφόρος
μελάνοφρυς
μέλανσις
μελάνστερνος
μελαντειχής
μελαντηρία
μελαντήριον
μελαντραγής
μελάνυδρος
μελάνω
μελανῶπις
μελάρρινος
μέλας
Μέλας
μέλασμα
μελασμός
μέλδω
μέλε
View word page
μελαντραγής
black when eaten

ShortDef

black when eaten

Debugging

Headword:
μελαντραγής
Headword (normalized):
μελαντραγής
Headword (normalized/stripped):
μελαντραγης
IDX:
55436
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55437
Key:

Data

{'content': 'black when eaten'}