Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μελανόφαιος
μελανόφθαλμος
μελανόφλεψ
μελανοφορέω
μελανοφόρος
μελάνοφρυς
μέλανσις
μελάνστερνος
μελαντειχής
μελαντηρία
μελαντήριον
μελαντραγής
μελάνυδρος
μελάνω
μελανῶπις
μελάρρινος
μέλας
Μέλας
μέλασμα
μελασμός
μέλδω
View word page
μελαντήριον
spot, stain
ShortDef
spot, stain
Debugging
Headword:
μελαντήριον
Headword (normalized):
μελαντήριον
Headword (normalized/stripped):
μελαντηριον
IDX:
55435
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55436
Key:
Data
{'content': 'spot, stain'}