Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μελανοσυρμαῖος
μελανότης
μελανουργός
μελάνουρος
μελανόφαιος
μελανόφθαλμος
μελανόφλεψ
μελανοφορέω
μελανοφόρος
μελάνοφρυς
μέλανσις
μελάνστερνος
μελαντειχής
μελαντηρία
μελαντήριον
μελαντραγής
μελάνυδρος
μελάνω
μελανῶπις
μελάρρινος
μέλας
View word page
μέλανσις
a becoming black

ShortDef

a becoming black

Debugging

Headword:
μέλανσις
Headword (normalized):
μέλανσις
Headword (normalized/stripped):
μελανσις
IDX:
55431
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55432
Key:

Data

{'content': 'a becoming black'}