Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μελανόστολος
μελάνοστος
μελανοσυρμαῖος
μελανότης
μελανουργός
μελάνουρος
μελανόφαιος
μελανόφθαλμος
μελανόφλεψ
μελανοφορέω
μελανοφόρος
μελάνοφρυς
μέλανσις
μελάνστερνος
μελαντειχής
μελαντηρία
μελαντήριον
μελαντραγής
μελάνυδρος
μελάνω
μελανῶπις
View word page
μελανοφόρος
wearing black

ShortDef

wearing black

Debugging

Headword:
μελανοφόρος
Headword (normalized):
μελανοφόρος
Headword (normalized/stripped):
μελανοφορος
IDX:
55429
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55430
Key:

Data

{'content': 'wearing black'}