Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μελανοκάρδιος
μελανόκολπος
μελανόκωλος
μελανόμαλλος
μελανόμματος
μελανόν
μελανονεκυοείμων
μελανονεφής
μελανόομαι
μελανοπλόκαμος
μελανοποιός
μελανόπους
μελανόπτερος
μελανοπτέρυξ
μελανόπωλος
μελανορράβδωτος
μελανόρριζον
μελανοσπαλάκισσα
μελάνοσσος
μελανόστερφος
μελανόστικτος
View word page
μελανοποιός
blackening

ShortDef

blackening

Debugging

Headword:
μελανοποιός
Headword (normalized):
μελανοποιός
Headword (normalized/stripped):
μελανοποιος
IDX:
55408
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55409
Key:

Data

{'content': 'blackening'}