Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μελανόζυξ
μελανόθριξ
μελανοκάρδιος
μελανόκολπος
μελανόκωλος
μελανόμαλλος
μελανόμματος
μελανόν
μελανονεκυοείμων
μελανονεφής
μελανόομαι
μελανοπλόκαμος
μελανοποιός
μελανόπους
μελανόπτερος
μελανοπτέρυξ
μελανόπωλος
μελανορράβδωτος
μελανόρριζον
μελανοσπαλάκισσα
μελάνοσσος
View word page
μελανόομαι
to be or become black

ShortDef

to be or become black

Debugging

Headword:
μελανόομαι
Headword (normalized):
μελανόομαι
Headword (normalized/stripped):
μελανοομαι
IDX:
55406
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55407
Key:

Data

{'content': 'to be or become black'}