Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναγνωριστικός
ἀναγνωσείω
ἀνάγνωσις
ἀνάγνωσμα
ἀναγνωστέον
ἀναγνωστήριον
ἀναγνώστης
ἀναγνωστικός
ἀναγόρευσις
ἀναγόρευτος
ἀναγορεύω
ἀναγραμματίζω
ἀναγραμματισμός
ἀναγραπτέον
ἀναγραπτέος
ἀνάγραπτος
ἀναγραφεύς
ἀναγραφεύω
ἀναγραφή
ἀναγράφιον
ἀναγράφω
View word page
ἀναγορεύω
to proclaim publicly, see also ἀνεῖπον

ShortDef

to proclaim publicly, see also ἀνεῖπον

Debugging

Headword:
ἀναγορεύω
Headword (normalized):
ἀναγορεύω
Headword (normalized/stripped):
αναγορευω
IDX:
5539
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5540
Key:

Data

{'content': 'to proclaim publicly, see also ἀνεῖπον'}