Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μελανίζω
μελάνιον
Μελάνιππος
μελάνιππος
μελανίχροος
μελανόγραμμος
μελανοδέρματος
μελανοδοχεῖον
μελανοειδής
μελανόεις
μελανόζυξ
μελανόθριξ
μελανοκάρδιος
μελανόκολπος
μελανόκωλος
μελανόμαλλος
μελανόμματος
μελανόν
μελανονεκυοείμων
μελανονεφής
μελανόομαι
View word page
μελανόζυξ
black-benched (manned by Egyptian rowers)

ShortDef

black-benched (manned by Egyptian rowers)

Debugging

Headword:
μελανόζυξ
Headword (normalized):
μελανόζυξ
Headword (normalized/stripped):
μελανοζυξ
IDX:
55396
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55397
Key:

Data

{'content': 'black-benched (manned by Egyptian rowers)'}