Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μελανθέλαιον
Μελανθεύς
μελανθής
μελάνθινος
μελάνθιον
Μελάνθιος
Μέλανθος
Μελανθώ
μελανία
μελάνια
μελανίζω
μελάνιον
Μελάνιππος
μελάνιππος
μελανίχροος
μελανόγραμμος
μελανοδέρματος
μελανοδοχεῖον
μελανοειδής
μελανόεις
μελανόζυξ
View word page
μελανίζω
to be black

ShortDef

to be black

Debugging

Headword:
μελανίζω
Headword (normalized):
μελανίζω
Headword (normalized/stripped):
μελανιζω
IDX:
55386
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55387
Key:

Data

{'content': 'to be black'}