Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μελάνδρυον
μελάνδρυος
μελάνδρυς
μελανειδέω
μελανειμονέω
μελανειμοσύνη
μελανείμων
Μελανεύς
μελάνζοφος
μελάνζωνος
μελανθέλαιον
Μελανθεύς
μελανθής
μελάνθινος
μελάνθιον
Μελάνθιος
Μέλανθος
Μελανθώ
μελανία
μελάνια
μελανίζω
View word page
μελανθέλαιον
oil of μελάνθιον

ShortDef

oil of μελάνθιον

Debugging

Headword:
μελανθέλαιον
Headword (normalized):
μελανθέλαιον
Headword (normalized/stripped):
μελανθελαιον
IDX:
55376
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55377
Key:

Data

{'content': 'oil of μελάνθιον'}