Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μελαναθὴρ
μελάναιγις
μελαναίων
μελαναυγής
μελάνδετος
μελανδίνης
Μελανδῖται
μελανδόκος
μελανδόχιον
μελάνδρυον
μελάνδρυος
μελάνδρυς
μελανειδέω
μελανειμονέω
μελανειμοσύνη
μελανείμων
Μελανεύς
μελάνζοφος
μελάνζωνος
μελανθέλαιον
Μελανθεύς
View word page
μελάνδρυος
dark as the oak, dark-leaved
ShortDef
dark as the oak, dark-leaved
Debugging
Headword:
μελάνδρυος
Headword (normalized):
μελάνδρυος
Headword (normalized/stripped):
μελανδρυος
IDX:
55367
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55368
Key:
Data
{'content': 'dark as the oak, dark-leaved'}