Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μελάμπρῳρος
μελάμπτερος
μελάμπυγος
μελάμπυρον
μελαμφαής
μελαμφαρής
μελάμφυλλος
μελάμφωνος
μελαμψήφις
μελαμψίθιος
μελάμψωρος
μέλαν
μελανάγριος
μελανάετος
μελαναθὴρ
μελάναιγις
μελαναίων
μελαναυγής
μελάνδετος
μελανδίνης
Μελανδῖται
View word page
μελάμψωρος
with black spots

ShortDef

with black spots

Debugging

Headword:
μελάμψωρος
Headword (normalized):
μελάμψωρος
Headword (normalized/stripped):
μελαμψωρος
IDX:
55353
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55354
Key:

Data

{'content': 'with black spots'}