Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μέλαθρον
μελαθρόω
μέλαινα
μελαινάς
μελαινίς
μελαινονεφής
μελαίνω
μελαμβαθής
μελαμβαφής
μελάμβιος
μελάμβοος
μελαμβόρειος
μελάμβροτος
μελάμβωλος
μελαμεῖον
μελαμπαγής
μελάμπεπλος
μελαμπέταλος
μελαμπεταλοχίτων
μελάμπετρος
μελαμπόδεια
View word page
μελάμβοος
having black oxen

ShortDef

having black oxen

Debugging

Headword:
μελάμβοος
Headword (normalized):
μελάμβοος
Headword (normalized/stripped):
μελαμβοος
IDX:
55329
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55330
Key:

Data

{'content': 'having black oxen'}