Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μελάγχολος
μελαγχολώδης
μελαγχροιής
μελάγχροος
μέλαθρον
μελαθρόω
μέλαινα
μελαινάς
μελαινίς
μελαινονεφής
μελαίνω
μελαμβαθής
μελαμβαφής
μελάμβιος
μελάμβοος
μελαμβόρειος
μελάμβροτος
μελάμβωλος
μελαμεῖον
μελαμπαγής
μελάμπεπλος
View word page
μελαίνω
to blacken

ShortDef

to blacken

Debugging

Headword:
μελαίνω
Headword (normalized):
μελαίνω
Headword (normalized/stripped):
μελαινω
IDX:
55325
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55326
Key:

Data

{'content': 'to blacken'}