Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μείρομαι
μείρομαι2
μείς
μεῖστος
μείωμα
μείων
μειώνυμος
μείωσις
μειωτέον
μειώτης
μειωτικός
μειωτός
μελάγγαιος
μελαγγραφής
μελάγκερως
μελαγκευθής
μελάγκολπος
μελαγκόμης
μελαγκορυφίζω
μελαγκόρυφος
μελάγκουρος
View word page
μειωτικός
lowering

ShortDef

lowering

Debugging

Headword:
μειωτικός
Headword (normalized):
μειωτικός
Headword (normalized/stripped):
μειωτικος
IDX:
55290
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55291
Key:

Data

{'content': 'lowering'}