Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μειρακύλλιον
μεῖραξ
μείρομαι
μείρομαι2
μείς
μεῖστος
μείωμα
μείων
μειώνυμος
μείωσις
μειωτέον
μειώτης
μειωτικός
μειωτός
μελάγγαιος
μελαγγραφής
μελάγκερως
μελαγκευθής
μελάγκολπος
μελαγκόμης
μελαγκορυφίζω
View word page
μειωτέον
one must lessen

ShortDef

one must lessen

Debugging

Headword:
μειωτέον
Headword (normalized):
μειωτέον
Headword (normalized/stripped):
μειωτεον
IDX:
55288
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55289
Key:

Data

{'content': 'one must lessen'}